- ὀρθοδοξαστικός
- ὀρθοδοξαστικόςaccording to right opinionmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθοδοξαστικός — ὀρθοδοξαστικός, ή, όν (Α) [ορθοδοξαστής] σύμφωνος με την ορθή γνώμη («όρθοδοξαστικός βίος», Πρόκλ.). επίρρ... ὀρθοδοξαστικῶς (Μ) με ορθή γνώμη … Dictionary of Greek
ὀρθοδοξαστικά — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion neut nom/voc/acc pl ὀρθοδοξαστικά̱ , ὀρθοδοξαστικός according to right opinion fem nom/voc/acc dual ὀρθοδοξαστικά̱ , ὀρθοδοξαστικός according to right opinion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξαστικόν — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion masc acc sg ὀρθοδοξαστικός according to right opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξαστικοῖς — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξαστική — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξαστικῶς — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρθοδοξαστικῷ — ὀρθοδοξαστικός according to right opinion masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek